-
1 власть
η εξουσί/αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > власть
-
2 εκτελεστικός
η, ό[ν] исполнительный;εκτελεστική εξουσία — исполнительная власть;
εκτελεστική επιτροπή — исполнительный комитет;
εκτελεστικόν απόσπασμα — отряд, приводящий в исполнение смертный приговор
-
3 εξουσία
η власть;πατρική εξουσία — отцовская власть;
κρατική εξουσία — государственная власть;
νομοθετική (εκτελεστική) εξουσία — законодательная (исполнительная) власть;
τα όργανα της εξουσίας — органы власти;
κατάχρηση εξουσίας — злоупотребление властью;
η ανοδος ( — или ο ερχομός) στην εξουσία — приход к злости;
η κατάληψις της -'ας захват власти;κατέχω την εξουσία — стоять у власти;
δίδω την εξουσία σε κάποιον — давать власть кому-л.;
έχω την εξουσία να κάνω κάτι — иметь право (по закону) делать что-л.;
δεν είναι στην εξουσία μου — это не в моей власти;
κάτω από την εξουσί... — под властью кого-чего-л.
-
4 власть
-и θ.1. εξουσία•борьба за власть αγώνας για την εξουσία•
захват -и κατάληψη της εξουσίας•
прийти к -и έρχομαι στην εξουσία•
власть государственная власть κρατική εξουσία•
исполнительная власть εκτελεστική εξουσία•
верховная -η ανώτατη εξουσία.
2. (συνήθως πλθ.) οι αρχές•местные -и οι τοπικές αρχές.
εκφρ.ваша власть – όπως σας αρέσει, όπως σας γουστάρει•в моей, твоей – κλπ. -и από μένα, σένα εξαρτάται, εγώ είμαι κύριος, εσύ είσαι κύριος•во -и ή под -ыо – υπό την επίδραση, υπό το κράτος•отдаься во -и ή отдаться (предать(ся) -и – υποτάσσομαι, σε, βρίσκομαι κάτω από την επίδραση, την επιρροή•облеченный -ью – περιβεβλημένος με εξουσία•терять власть над ‘ собой,’ – χάνω την αυτοκυριαρχία μου, εγκράτεια μου.